εὐπεδιάς

εὐπεδιάς
εὐπεδιάς
with level
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευπέδιος — εὐπέδιος, ον, και μτγν. ποιητ. τ. τού θηλ. εὐπεδιάς (Α) (για χώρα) αυτός που έχει καλές πεδιάδες, καλό έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεδίον (< πέδον «έδαφος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”